- κατασκουριασμένος
- η , ο очень ржавый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κατασκουριασμένος — η, ο ο πολύ σκουριασμένος: Η πρόκα αυτή είναι κατασκουριασμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατασκουριάζω — 1. σκουριάζω πολύ κάτι ή σκουριάζω ο ίδιος σε μεγάλο βαθμό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατασκουριασμένος, η, ο ο τελείως οξειδωμένος … Dictionary of Greek